τορυνευτός

τορυνευτός
-ή, -όν, Α
βλ. τορνευτός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • τορνευτός — ή, ό / τορνευτός, ή, όν, ΝΜΑ, και τορυνευτός, ή, όν, Α [τορνεύω] επεξεργασμένος με τόρνο, τορναρισμένος (α. «τορνευτό ανταλλακτικό» β. «Μένανδρος δὲ φησιν καὶ ποτήριον τορνευτὸν καὶ τορευτά», Αθήν.) νεοελλ. αυτός που έχει ωραίες γραμμές και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”